- στράγξ
- -αγγός, ἡ, Ασταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, -γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng- «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με τα λατ. stringo «σφίγγω», μέσ. ιρλδ. srengim «έλκω, σύρω» και sreng «σχοινί, χορδή», αρχ. άνω γερμ. strang «σχοινί» και strengi «τεταμένος» (πρβλ. και γερμ. streng). Χωρίς έρρινο ένθημα μαρτυρούνται οι τ. στραγός, στραγεύομαι., Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας ανάγεται το επίθ. στρογγύλος (βλ. λ. στρογγυλός). Η λ. στράγξ, που έχει τη σημ. του διά πιέσεως λαμβανόμενου υγρού (από όπου η σημ. «σταγόνα, σταλαγματιά») στο παράγωγο ρ. στραγγεύω, -ομαι χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. της καθυστέρησης, της αργοπορίας (δηλ. βαδίζω αργά όπως πέφτουν οι σταγόνες από ένα συμπιεζόμενο σώμα). Στο ουσιαστικό στραγγ-άλη, τέλος, η σημ. της ρίζας χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το όργανο τής σύσφιγξης, την αγχόνη, τον βρόχο και, κατ' επέκταση, τον απαγχονισμό (πρβλ. στραγγαλίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.